συγκοπή

συγκοπή
(Ιατρ.). Παθολογικό επεισόδιο, που χαρακτηρίζεται από πλήρη ξαφνική και πρόσκαιρη απώλεια της συνείδησης και συνοδεύεται γενικά από μεταβολές της αναπνευστικής και κυκλοφοριακής λειτουργίας. Το επεισόδιο μπορεί να οφείλεται σε οποιαδήποτε αιτία ικανή να προκαλέσει οξεία ανοξία του εγκέφαλου. Τα αίτια που μπορεί να μειώσουν αιφνίδια την παροχή οξυγόνου στον εγκεφαλικό ιστό του ανθρώπου είναι συνήθως κυκλοφοριακής φύσης. Γενικά, η συγκοπή μπορεί να προέλθει από έλλειψη οξυγόνου στο περιβάλλον, όπως συμβαίνει σε μεγάλο υψόμετρο (αεροπόροι, ορειβάτες, κ.ά.) από υπογλυκαιμία, κατά την οποία τα κύτταρα του εγκέφαλου διακόπτουν τοn μεταβολισμό τους και δεν καταναλώνουν πλέον οξυγόνο (όπως συμβαίνει ύστερα από χορήγηση υπερβολικής δόσης ινσουλίνης) ή να είναι καρδιακής προέλευσης. Στις περιπτώσεις αυτές ελλατώνεται απότομα η ποσότητα του αίματος που εξωθείται από την καρδιά κατά τη συστολή της από ανεπάρκεια της περιφερειακής κυκλοφορίας και μειώνεται η ποσότητα του φλεβικού αίματος που επιστρέφει στην καρδιά, προκαλώντας ισχαιμία του εγκέφαλου. Ο τύπος αυτός είναι ο συχνότερος και εκδηλώνεται με κακοδιαθεσία, ωχρότητα, κρύο ιδρώτα, μικρό σφυγμό και απώλεια της συνείδησης. Στην κοινή γλώσσα ονομάζεται λιποθυμία. Αναφέρουμε και τη σπάνια περίπτωση που καμιά φορά είναι και θανατηφόρα: από αντανακλαστικό ερεθισμό του πνευμονογαστρικού που προκαλεί έντονη βραδυκαρδία, όπως στο «χαμηλό χτύπημα» των πυγμάχων.
* * *
η, ΝΜΑ [συγκόπτω]
1. η ενέργεια τού συγκόπτω, κοπή σε μικρά τεμάχια, κομμάτιασμα
2. ιατρ. παροδική απώλεια συνειδήσεως που οφείλεται σε ελάττωση τής παροχής αίματος στον εγκέφαλο, λόγω παύσεως τής καρδιακής λειτουργίας ή μεγάλης βραδυκαρδίας, κατάσταση τής οποίας η πιο απλή μορφή είναι η λιποθυμία
3. γραμμ. φαινόμενο κατά το οποίο αποβάλλεται ένα φωνήεν που βρίσκεται μεταξύ δύο συμφώνων, όπως λ.χ. περιπατώ / περπατώ, αμφιφορευς / αμφορευς, σιτάρι / στάρι
νεοελλ.
μουσ. φαινόμενο κατά το οποίο μετατίθεται ο ρυθμικός τονισμός από τα ισχυρά μέρη τού μέτρου στα ασθενή και επομένως αποδυναμώνεται ο εμφατικός χαρακτήρας τών ισχυρών αυτών μερών
μσν.
σφαγή
αρχ.
1. κοπή μετάλλου σε πολλά και ομοιόμορφα τεμάχια για εκτύπωση νομισμάτων
2. διακοπή, παύση ή προσωρινό σταμάτημα, αναστολή
3. γραμμ. αποβολή γράμματος ή συμπλέγματος γραμμάτων ιδίως από το τέλος λέξεως χάριν συντομίας
4. μτφ. υπερβολική περιεκτικότητα, λακωνικότητα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συγκοπή — cutting up into small pieces fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκοπή — η 1. κόψιμο σε μικρά κομμάτια. 2. «Συγκοπή καρδιάς», παύση της λειτουργίας της καρδιάς: Πέθανε από συγκοπή καρδιάς. 3. είδος φθογγικού πάθους κατά το οποίο ένα φωνήεν μέσα σε μια λέξη αποβάλλεται: Η λέξη «σκόροδο» με τη συγκοπή έγινε «σκόρδο». 4 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συγκοπῇ — συγκόπτω chop up aor subj pass 3rd sg συγκοπή cutting up into small pieces fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυγκοπή — συγκοπή , συγκοπή cutting up into small pieces fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκοπαῖς — συγκοπή cutting up into small pieces fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκοπαί — συγκοπή cutting up into small pieces fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκοπῆς — συγκοπή cutting up into small pieces fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκοπήν — συγκοπή cutting up into small pieces fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκοπῶν — συγκοπή cutting up into small pieces fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκοπτικός — ή, όν, ΜΑ [συγκόπτω] μσν. αυτός που επιφέρει συγκοπή, λιποθυμία αρχ. ιατρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συγκοπή. επίρρ... συγκοπτικῶς Α όπως αυτός που υπέστη συγκοπή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”